λεπιδωτά

λεπιδωτά
λεπιδωτός
scaly
neut nom/voc/acc pl
λεπιδωτά̱ , λεπιδωτός
scaly
fem nom/voc/acc dual
λεπιδωτά̱ , λεπιδωτός
scaly
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπιδωτά — Μεγάλη τάξη ερπετών η οποία υποδιαιρείται σε τρεις υποτάξεις, των οφιδίων, των αμφισβαινίων και των σαυροειδών. Η επιστημονική της ονομασία είναι Squamata. Παλαιότερα τα λ. θεωρούνταν μία ομάδα, στην οποία οι τρεις αυτές υποτάξεις είχαν τη θέση… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδοσαύρια — (lepidosauria). Υφομοταξία διαψιδωτών ερπετών, η οποία παρουσιάστηκε κατά την πέρμιο περίοδο. Τα λ. υποδιαιρούνται σε δύο τάξεις: στα ρυγχοκέφαλα και στα λεπιδωτά ή φολιδωτά. Τα λεπιδωτά υποδιαιρούνται στις τάξεις των σαυρομόρφων, των… …   Dictionary of Greek

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • ανακόντα — (anaconda). Ερπετό της οικογένειας των βοϊδών (τάξη λεπιδωτά). Είναι ένα από τα μεγαλύτερα φίδια: το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει τα 7 μ. και το βάρος του τα 100 κιλά. Έχει χρώμα καστανό λαδοπρασινωπό, με μαύρες κηλίδες. Όπως και τα άλλα μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδωτός — ή, ό (Α λεπιδωτός, ή, όν) [λεπιδούμαι] καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ. β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά τάξη ερπετών… …   Dictionary of Greek

  • σαυρόμορφα — τα, Ν ζωολ. υπόταξη ερπετών που ανήκει στην τάξη λεπιδωτά ή οφιοσαύρια και περιλαμβάνει τα είδη τα οποία είναι γνωστά ως σαύρες, αλλ. σαυροειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. sauria (< σαύρα / σαῦρος] …   Dictionary of Greek

  • αλάκαρο — Γένος ακάρεων της οικογένειας των αλακαριδών. Το σχήμα του σώματός τους είναι ωοειδές, με ρύγχος που μοιάζει με προβοσκίδα η οποία καταλήγει σε ευδιάκριτο εσωτερικό χείλος. Η ράχη και η κοιλιά τους καλύπτονται από λείες πλάκες που συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”